Ο Κώστας Σαμαράς, ή Ζαρανίκας, είναι ένας από τους μεγαλύτερους ληστές και δραπέτες της σύγχρονης νεοελληνικής ιστορίας και στενός συνεργάτης των αδερφών Παλαιοκώστα. Δεκάδες ληστείες και κλοπές, πέντε αποδράσεις από τις ελληνικές φυλακές, άλλες πέντε απόπειρες απόδρασης και συνολικά 20 χρόνια σχεδόν μέσα στη φυλακή. Θεωρείται ένας πολύ ευφυής άνθρωπος που συνειδητά έδρασε στην παρανομία. Πέρασε ήσυχα παιδικά χρόνια, χωρίς ιδιαίτερες οικονομικές δυσκολίες,μπήκε στο Πανεπιστήμιο και ήταν γεμάτος καλλιτεχνικές ανησυχίες.
Μέσα από τα αποσπάσματα στο βιβλίο του με τίτλο: “Κώστας Σαμαράς: Καταζητείται” μπορεί κανείς να σκιαγραφήσει την προσωπικότητά του:
«Τελείωσα το Λύκειο αντιγράφοντας στα περισσότερα διαγωνίσματα και εξετάσεις, έχοντας αναγάγει τα σκονάκια σε επιστήμη. Η κατασκευή τους μου έτρωγε περισσότερο χρόνο απʼ όσο αν διάβαζα κανονικά, αλλά το διασκέδαζα περισσότερο. Από εκεί άρχισε και ο εθισμός στην ένταση της αδρεναλίνης. (…) Κάποιες μικροκλοπές από μέρους μου γίνονταν περισσότερο για ʽεκπαιδευτικούςʼ και ιδεολογικούς λόγους παρά από ανάγκη. Έκλεβα βιβλία και δίσκους με πρωτότυπο τρόπο, από το Μοναστηράκι συνήθως, αλλά και από μεγαλοκαταστήματα όπως το Μινιόν».
(…)«Αντίθετα μʼ αυτούς που κινούνταν στα νόμιμα πλαίσια όσον αφορά τον τρόπο ζωής τους, εγώ είχα γίνει κοινωνικό τσιμπούρι, παράσιτο και αρπακτικό. Θεωρούσα την κλοπή και την απόκτηση χρημάτων με τη βία σαν συμπυκνωμένη εργασία που σε ελάχιστο χρόνο περικλείει όλα τα κέρδη, αλλά και όλους τους πιθανούς κινδύνους μιας πολύχρονης εργασίας. Παράλληλα όμως και μάλλον ασυναίσθητα προσπαθούσα με τις παράνομες ενέργειές μου να γεμίσω περισσότερο το απέραντο συναισθηματικό και υπαρξιακό κενό μέσα μου παρά να πλουτίσω».
«Μερικές φορές πηγαίναμε να κάνουμε μια δουλειά (σ.σ. με τους αδερφούς Παλαιοκώστα) όπως ο υπόλοιπος κόσμος βγαίνει το Σάββατο το βράδυ για διασκέδαση. Έτσι, επειδή δεν μπορούσαμε να κάτσουμε για μέρες ήσυχα. Μας έτρωγε ο κώλος μας κι αναζητούσαμε την αδρεναλίνη της παράνομης δράσης, όπως οι άλλοι πηγαίνανε για ποτό ή για χορό στα μπαράκια. Στην ουσία η παρανομία μάς είχε γίνει αυτοσκοπός, ψυχική και σωματική ηδονή και ίσως να ʽχαμε ξεφύγει από το ψυχρό κυνήγι του
οικονομικού στόχου».
«Μερικά καλοκαίρια στις σχολικές διακοπές και για μικρά διαστήματα δούλευα κοντά στον πατέρα μου στην οικοδομή… Να δουλεύεις μια ζωή μες στη λάσπη φτιάχνοντας τα σπίτια αλλονών και να μην μπορείς να ξεχρεώσεις το δικό σου…
Κατά διαστήματα πέρασα από διάφορες δουλειές σχετικές με τα καλλιτεχνικά αλλά και από διάφορες άλλες, άσχετες μʼ αυτό το αντικείμενο. Οι τελευταίες σχεδόν με τρομοκράτησαν λόγω του ρομποτισμού και της ψυχικής αλλοτρίωσης που δημιουργούσαν. Δεν είχα καταλήξει ακόμη σε μια συγκεκριμένη στάση ζωής με ξεκάθαρες, ακραίες παράνομες πρακτικές. Ίσως γιατί διέθετα περιθώριο επιλογών ή τουλάχιστον πίστευα ότι μέσω της τέχνης θα έβρισκα λύση στα προσωπικά μου αδιέξοδα… Έκανα φιλότιμες προσπάθειες για να ξεπεράσω καταρχήν τη δυσκολία του βασανιστικού για μένα πρωινού ξυπνήματος. Η βίαιη διακοπή του ύπνου και η επαναφορά σε μια σκληρή πραγματικότητα μού δημιουργούσε ένα βαθύτερο συναίσθημα απώλειας. Και δεν ήταν θέμα έλλειψης αυτοπειθαρχίας, αλλά προσωπικής ιδεολογίας και αναζήτησης σκοπών ζωής. Το χειρότερό μου ήταν όταν έβρισκα μια προσωρινή δουλειά και αναγκαζόμουνα να βρίσκομαι στο πόδι από τις έξι ή τις εφτά το πρωί. Φρίκη! Εργαλείο για παραγωγή και εκμετάλλευση. Τέρμα τα αστεία!».
Η περιγραφή της σκηνής μιάς από τις αποδράσεις του το 1996
«Έπεσα κάτω, στη βάση του συρματοπλέγματος. Μισοξάπλωσα, με τα πόδια σε κάτι φυτά και το κεφάλι ανάμεσα στον μπροστινό προφυλακτήρα ενός αυτοκινήτου και στο συρματόπλεγμα. Στο ένα χέρι κρατούσα το όπλο έτοιμο και στο άλλο την αυτοσχέδια χειροβομβίδα με το δάχτυλο πάνω στον πυροκροτητή. Ακίνητος, με όλες τις αισθήσεις σε επιφυλακή. Μια κατάσταση σχεδόν θρησκευτικού δέους που μόνο όποιος την έχει περάσει μπορεί να την καταλάβει. Τα μηνίγγια χτυπάνε και ακούς τους χτύπους της καρδιάς σου. Είναι η αληθινή κόψη του ξυραφιού».
«Ήμασταν δραπέτες, κυνηγημένοι (σ.σ. αναφέρεται στον εαυτό του και τους αδερφούς Παλαιοκώστα), χωρίς σταθερή διαμονή, αφού σχεδόν κάθε ένα-δυο μήνες νοικιάζαμε σπίτι σε άλλη πόλη. Συχνά διατηρούσαμε συγχρόνως από δύο σπίτια-καβάτζες σε διαφορετικές πόλεις. Στους ιδιοκτήτες παρουσιαζόμασταν σαν φοιτητές ή μουσικοί ή πλανόδιοι έμποροι. Τους πληρώναμε από δυο-τρία νοίκια μπροστά και μετά είχαμε το κεφάλι μας ήσυχο (…)
Είχαμε γίνει από καιρό ʽʼτζάνκιαʼʼ, εξαρτημένοι τόσο από τα τελετουργικά, όσο και από τα λειτουργικά στοιχεία που προσδιόριζαν την υλοποίηση κάθε παράνομης επιχείρησης: γρήγορα αυτοκίνητα, όπλα, προετοιμασία και σχεδιασμό, παρατήρηση και αξιολόγηση κάθε επιμέρους στόχου μας. Και κυρίως μας μαγνήτιζε η κόντρα- παιχνίδι με τους μπάτσους».
H ιστορική ληστεία που έκαναν μαζί με τον Βασίλη και τον Νίκο Παλαιοκώστα το 1992 στην Εθνική Τράπεζα της Καλαμπάκας με λεία 125 εκατομμύρια δραχμές (περίπου 360.000 ευρώ)
Ήταν η μεγαλύτερη ληστεία που είχε γίνει ως τότε στην Ελλάδα:
«Έβγαλαν τις καραμπίνες από την πάνινη τσάντα και τις όπλισαν φωνάζοντας προς τους ταμίες και τους υπαλλήλους. Το ίδιο έκανα κι εγώ βγάζοντας το ούζι κάτω από το σακάκι μου. ʽʼΛηστεία! Όλοι όρθιοι αμέσως!ʼʼ. ʽʼΛηστεία! Όλοι όρθιοι και πίσω στον τοίχο και συ, χοντρούλη, τσακίσου αμέσως όρθιοςʼʼ, φώναξα άγρια στον διευθυντή που είχε κοκαλώσει. (…)
Δεν προλάβαμε να κάνουμε δεκαπέντε-είκοσι μέτρα και ακούσαμε δύο κρότους και κάποιον να τρέχει πίσω μας. Γύρισα το κεφάλι και είδα έναν σαραντάρη τύπο να μας ακολουθεί για λίγο στον κατήφορο κρατώντας πιστόλι στο δεξί του χέρι και μετά να μένει πίσω. ʽʼΚάποιος μπάτσος πρέπει να μας πυροβόλησε, αλλά δεν ξέρω αν πέτυχε τʼ αυτοκίνητοʼʼ, είπα στα παιδιά μπροστά, ενώ το βλέμμα μου έπεφτε στις τσάντες με τα λεφτά. ʽʼΠρέπει να ʽναι πάνω από 100 εκατομμύρια εδώ πέρα, μάγκεςʼʼ…
Περάσαμε με ιλιγγιώδη ταχύτητα το Κέντρο Υγείας της πόλης από τα δεξιά μας και το γήπεδο πιο πάνω στʼ αριστερά χωρίς να μας ακολουθεί κανένα αυτοκίνητο από πίσω. (…) Κανα δυο χιλιόμετρα πριν από την Καλαμπάκα, καθώς κινούμασταν με αρκετά μεγάλη ταχύτητα, είδαμε να εμφανίζονται από την απέναντι μεριά τα δύο περιπολικά της αστυνομίας που είχαν βγει στο κατόπι μας. Πρώτο ήταν το τζιπ και από πίσω το Μιτσουμπίσι κι άλλο ένα συμβατικό αυτοκίνητο. ʽʼΝάτοι!ʼʼ έκανε ο Βασίλης όλο έξαψη. ʽʼΕγώ πέφτω κάτω, παιδιάʼʼ, είπα και χώθηκα στο κενό ανάμεσα στα πίσω και στα μπροστινά καθίσματα του αυτοκινήτου ώστε οι μπάτσοι να δούνε μόνο δύο άτομα στο Όπελ. Μόλις κατάλαβα ότι διασταυρωθήκαμε με τα τρία αστυνομικά οχήματα χωρίς να ακουστεί κάποιο ανησυχητικό φρενάρισμα άρχισα νʼ ανασηκώνομαι πάλι».
(…)Πάντα απέφευγα τις συγκρούσεις με τους μπάτσους στη διάρκεια μιας ʽεπιχείρησηςʼ. Αν αυτό ήταν αναπόφευκτο, προσπαθούσα να μη φτάσω στο οριακό σημείο του φόνου. Θεωρώ κάθε ζωή υπολογίσιμη και από πλευράς φιλοσοφίας και από πλευράς τακτικής».
Δε λήστεψε ποτέ ιδιωτικές κατοικίες, μόνο τράπεζες, κοσμηματοπωλεία, καταστήματα κλπ.
«Δεν ήθελα να κάνω ζημιά σε έναν άνθρωπο κατώτερης τάξης, έναν άνθρωπο του μεροκάματου. Έναν γέρο, ένα παιδί. Παρόλα αυτά στην παρανομία δεν μπορείς να πας από το Α στο Ω. Πρέπει να περάσεις από κάποια σκαλοπάτια. Το να κλέψω αυτοκίνητο από κάποιον που είναι άνθρωπος του μόχθου δεν ήθελα να το κάνω, αλλά αναγκάστηκα να το κάνω» (συνέντευξη στο περιοδικό Esquire, Φεβρουάριος 2009).
Και πολλά από τα αυτοκίνητα που έκλεβε, τα επέστρεφε στους ιδιοκτήτες τους μετά τη «δουλειά».
(Πηγή: Newsit.gr)